Μετά βαΐων και κλάδων επιχειρείται να εισαχθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα ο θεσμός της διαμεσολάβησης. Θεσμός που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του στο Υπ. Δικαιοσύνης και τους θιασώτες του στον νομικό κόσμο, αναμένεται να φέρει σημαντικά οφέλη στην ταχεία, δίκαιη και αξιόπιστη επίλυση των διαφορών χωρίς την επίπονη και συχνά ακριβή προσφυγή στην δικαιοσύνη. Εξάλλου, πρόκειται για μια διαδικασία που στηρίζεται στην καλή θέληση των αντιμαχόμενων πλευρών και ήδη λειτουργεί στο εξωτερικό με επιτυχία και άρα πρέπει να αντιγραφεί και στην Ελλάδα.
Συνοπτικά, η διαμεσολάβηση στηρίζεται στην ύπαρξη ενός διαπιστευμένου ως διαμεσολαβητή δικηγόρου στον οποίο καταφεύγουν τα ενδιαφερόμενα μέρη στα πλαίσια μιας διαφοράς. Ο διαμεσολαβητής αφού εξετάσει την υπόθεση με τρόπο αντικειμενικό καταλήγει σε μια συμβιβαστική πρόταση προς όλα τα μέρη, η οποία αν γίνει δεκτή καταγράφεται και υπογράφεται εγγράφως. Συνήθως, όπως και στην ελληνική περίπτωση, το αποτέλεσμα της συμβιβαστικής συμφωνίας επικυρώνεται και από δικαστή ώστε να έχει και την θέση δικαστικής απόφασης με ότι αυτό συνεπάγεται (πχ δεδικασμένο, εκτελεστός τίτλος κλπ).
Ωστόσο, διά γυμνού ακόμα οφθαλμού μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον σαθρό και προσχηματικό χαρακτήρα της όλης επιχειρηματολογίας ακόμα και λαμβάνοντας ως δεδομένο το υψηλό επίπεδο κατάρτισης των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, αφού η εκπαίδευσή τους θα φέρει τα εχέγγυα της εποπτείας των δικηγορικών συλλόγων.
Καταρχήν ζήτημα αποτελεί ο τρόπος επιλογής του διαμεσολαβητή που θα αναλάβει να συμβιβάσει την διαφορά. Καθώς, ο διαμεσολαβητής επιλέγεται από τα μέρη και είναι ελεύθερος επαγγελματίας αμειβόμενος από αυτά, γεννάται εύλογα το ερώτημα πώς ελέγχεται η αντικειμενικότητά του ιδίως αν στην διαφορά εμπλέκονται μέρη με έντονη διαφορά ισχύος (οικονομικής κλπ). Εφόσον δηλαδή εμπλέκεται στην διαφορά μια τράπεζα, μια ασφαλιστική ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναγκάζεται λόγω του αντικειμένου του να προσφεύγει στην διαμεσολάβηση με μεγάλη συχνότητα και έχει αυξημένο όγκο υποθέσεων (υπερχρεωμένα, αυτοκίνητα κλπ), είναι πολύ έντονος ο πειρασμός για τον διαμεσολαβητή να προτιμήσει να διατηρήσει αυτό το μέρος στο πελατολόγιό του δείχνοντας την απαιτούμενη (περισσότερη ή λιγότερη) εύνοια στις αποφάσεις του. Έτσι το ευχαριστημένο αυτό μέρος θα συνεχίσει να φέρνει στον ίδιο διαμεσολαβητή αντίστοιχες υποθέσεις, έχοντας διασφαλισμένη αυτήν την στοιχειώδη έστω εύνοια.
Επιπλέον, συνήθως, όπως και στην Ελλάδα, ορθώς στον διαμεσολαβητή προσφεύγουν τα μέρη παρουσία του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ώστε να εξασφαλιστεί τόσο η ισότητα μεταξύ τους όσο και το ότι θα προβληθούν από τον καθένα τα νομικά κρίσιμα κάθε φορά περιστατικά. Προκειμένου όμως να διασφαλιστεί αυτή η αναγκαιότητα, το κόστος για τον πολίτη αυξάνεται σημαντικά, αφού εκτός του δικηγόρου του πρέπει να πληρώσει πλέον και τον διαμεσολαβητή. Σε περίπτωση δε που η διαμεσολάβηση δεν ευοδώσει, στα ανωτέρω θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος της τακτικής δικαστικής οδού. Κατ' αυτόν τον τρόπο η προσφυγή στην δικαιοσύνη και μάλιστα για υποθέσεις κρίσιμες όπως εκείνες του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα όπου η διαμεσολάβηση γίνεται υποχρεωτική προδικασία, καθίσταται αδύνατη και οι πολίτες μετατρέπονται ουσιαστικά σε θύματα αρνησιδικίας. Αντίστοιχα βέβαια, περιορίζεται το ποσοστό εκείνων που τελικά αποφασίζουν να κινηθούν νομικά και έτσι οι νέοι κυρίως δικηγόροι δέχονται σοβαρότατο πλήγμα σε κρίσιμο τμήμα του πελατολογίου τους.
Όσον αφορά στην πολυπόθητη μείωση του χρόνου επίλυσης των διαφορών, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ενδεικτικά ότι και δυνατότητα παρελκύσεων της διαδικασίας παρέχεται πλέον στα μέρη και ούτως ή άλλως η ανάμειξη του ήδη προβληματικού υποτίθεται δικαστικού μηχανισμού παραμένει. Η καθιέρωση της υποχρεωτικής
διαμεσολάβησης σε κάποιες υποθέσεις και της προαιρετικής στις υπόλοιπες δίνει αλλεπάλληλες δυνατότητες στο ένα τουλάχιστον μέρος (συνήθως στο ισχυρό φυσικά) να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερες καθυστερήσεις ώστε πατώντας στην (πιεστική συχνά) ανάγκη του άλλου μέρους να πετύχει περιορισμό των απαιτήσεών του. Ταυτόχρονα, η ανάγκη δικαστικής κύρωσης της τελικής συμβιβαστικής συμφωνίας των μερών, προκειμένου αυτή να αποκτήσει υποτίθεται εχέγγυα αξιοπιστίας, εισάγει την υπό κρίση υπόθεση στον ήδη εξαντλημένο δικαστικό κλάδο, που οι εμπνευστές του νόμου ήθελαν να αποφύγουν. Έτσι δύο διέξοδοι διαφαίνονται δεδομένου και του φόρτου που αντικειμενικά φέρουν οι δικαστές: είτε η υπόθεση θα εξετάζεται μόνο εντελώς τυπικά και επιφανειακά και άρα καμία εγγύηση πέρα από την καλή πίστη του διαμεσολαβητή δεν θα υφίσταται, είτε ο δικαστής επιτελώντας πλήρως το έργο του θα εξετάζει όλη την υπόθεση ενδελεχώς προκειμένου να βεβαιώσει τον τελικό συμβιβασμό, έχοντας όμως ήδη προκαλέσει αναπόφευκτα την καθυστέρηση που υποτίθεται θα αποφεύγονταν.
Ακόμα, η εξωδικαστική διαμεσολάβηση μπορεί να λειτουργήσει κατά βάσει στηριζόμενη στην ειλικρινή θέληση των μερών να εξεύρουν μια κοινά αποδεκτή συμβιβαστική λύση στην διαφορά που προέκυψε μεταξύ τους. Αυτή η ειλικρινής θέληση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα του αναγκαστικού χαρακτήρα ενός πακέτου νομικών διατάξεων αλλά εξαρτάται κυρίως από τις πραγματικές δυνατότητες και όλων των ενδιαφερομένων σε συνδυασμό με την φύση της διαφοράς. Υποθέσεις με ενδοοικογενειακές διαφορές, διαζύγια, κληρονομιές, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και υπό πτώχευση νομικά πρόσωπα, τράπεζες, ασφαλιστικές και άλλες κεφαλαιουχικές εταιρείες είναι λίγες μόνο από τις περιπτώσεις όπου στην πράξη καθημερινά αποδεικνύεται ότι πιθανή εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς δεν είναι δυνατή αφού ούτε πρόθεση ούτε δυνατότητα να επιτευχθεί υφίσταται και τουλάχιστον το ένα μέρος επιδιώκει την μεγαλύτερη δυνατή καθυστέρηση στην οριστική επίλυσή της. Στις περιπτώσεις μάλιστα που η εξωδικαστική διαμεσολάβηση καθίσταται υποχρεωτική το αδύναμο μέρος, το οποίο είχε και μεγαλύτερη ανάγκη την καταλυτική επέμβαση της δικαιοσύνης, θα είναι τελικά το χαμένο αφού υπό το βάρος του αυξημένου κόστος και της διάρκειας της διαδικασίας θα αναγκαστεί να αποδεχθεί έναν συμβιβασμό πολύ δυσμενέστερο ακόμα και από τις ελάχιστες νόμιμες αρχικές απαιτήσεις του.
Τέλος, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ακόμα την σοβαρή έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα που διακρίνει τους εμπνευστές της νομοθεσίας για την διαμεσολάβηση. Στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή υφίσταται ήδη (!) με δύο τρόπους: την δικαστική διαμεσολάβηση και την μη θεσμοθετημένη συνδιαλλαγή μεταξύ των συνηγόρων. Η πρώτη προβλέπεται ρητά από τα άρθρα 208-214B (συμβιβασμός ενώπιον ειρηνοδίκη και δικαστική διαμεσολάβηση) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Εκεί αναφέρεται λεπτομερώς η διαδικασία για την ύστατη προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς τόσο σε υποθέσεις που υπάγονται στο Ειρηνοδικείο όσο και σε εκείνες που υπάγονται στο Πρωτοδικείο, με την παρουσία και την παραίνεση μάλιστα του κατάλληλα εκπαιδευμένου και με αυστηρά εχέγγυα κύρους αξιοπιστίας αρμόδιου κρατικού οργάνου, του δικαστή. Εν αντιθέσει μάλιστα με την εξωδικαστική διαμεσολάβηση, η δικαστική είναι ταυτόχρονα δωρεάν και ταχεία αφού δεν καθυστερεί περαιτέρω την πρόοδο της δίκης, εξυπηρετώντας έτσι τόσο τον πολίτη όσο και τον δικηγόρο. Η δεύτερη περιγράφει συνοπτικά την διαδικασία που λίγο-πολύ χρησιμοποιείται από τους δικηγόρους, κυρίως τους νεότερους, προκειμένου να παρακάμψουν το αυξημένο κόστος της δικαιοσύνης και να φέρουν εις πέρας γρήγορα μια υπόθεση εξασφαλίζοντας τόσο την ικανοποίηση του πελάτη όσο και την άμεση αμοιβή τους. Με άλλα λόγια αποτελεί πάγια σχεδόν τακτική οι συνήγοροι μετά από συνεννόηση με τους εντολείς τους να έρχονται σε επικοινωνία μεταξύ τους σε διάφορα στάδια χειρισμού της υπόθεσης προκειμένου να επιτύχουν μια συμφωνία που θα τους ικανοποιεί όλους, χωρίς φυσικά να επωμιστεί κανένας το πρόσθετο κόστος ενός τρίτου (διαμεσολαβητής) και πάντα με στόχο την ταχεία επίλυση της διαφοράς.
Συνοψίζοντας, από όλα τα παραπάνω προκύπτει ο προσχηματικός χαρακτήρας της επιχειρηματολογίας υπέρ της διαμεσολάβησης με στόχο να αποπροσανατολιστεί η συζήτηση σχετικά με την ποιότητα της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Δεν είναι τόσο η ποιότητα των νόμων, ούτε η δικομανία που διακατέχει την "υποανάπτυκτη ελληνική κοινωνία", ούτε ο "ελιτίστικος" χαρακτήρας του δικηγορικού επαγγέλματος που ευθύνονται για την ακριβή και αργή απονομή της δικαιοσύνης. Η έλλειψη προσωπικού (δικαστών, εισαγγελέων και γραμματειακού προσωπικού) και η εισπρακτική πολιτική που ακολούθησαν ιδίως οι τελευταίες κυβερνήσεις σχετικά με την δικαστική λειτουργία κατέληξαν στα σημερινά αποτελέσματα. Η "ιδιωτικοποίηση" των δικαστηρίων όπως προωθείται από την έμμεση υποκατάσταση του κρατικού οργάνου-δικαστή από τον ελεύθερο επαγγελματία-διαμεσολαβητή δεν θα κρύψει το πρόβλημα των ελλείψεων στην στελέχωση των δικαστηρίων ούτε θα βελτιώσει την απονομή της δικαιοσύνης. Αντίθετα, επιφέρει σοβαρό πλήγμα στο δικηγορικό επάγγελμα, θίγει το ελληνικό κράτος δικαίου και απομακρύνει ακόμα περισσότερο τους Έλληνες πολίτες από την δυνατότητα δικαστικής προστασίας.
Μήττας Μιχάλης,
Πρ. Συλλόγου Ασκουμένων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακός Φοιτητής Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου